Dyspozycyjność στα ελληνικά

Μετάφραση: dyspozycyjność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκαμψία, ευλυγισία, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
Dyspozycyjność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dysponować στα ελληνικά - κανονίζω, έχε, έχω, τακτοποιώ, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, ...
  • dyspozycja στα ελληνικά - διάθεση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
  • dyspozycyjny στα ελληνικά - ευκαμψία, διαθέσιμος, ευλυγισία, διαθέσιμο, μίας χρήσης, διαθέσιμου, μιας χρήσης, ...
  • dyspozytor στα ελληνικά - αποστολέας, αποστολέα, αποστολέα που, αποστολέα που έχει
Τυχαίες λέξεις
Dyspozycyjność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκαμψία, ευλυγισία, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα