Emaliować στα ελληνικά

Μετάφραση: emaliować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Emaliować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • emaliowanie στα ελληνικά - εμαγιέ, σμάλτο, αδαμαντίνη, επισμάλτωση, επισμάλτωσης, σμάλτωση, για επισμάλτωση, ...
  • emaliowany στα ελληνικά - εμαγιέ, επισμαλτωμένα, σμαλτωμένων, και βερνικωμένα, επισμαλτωμένο
  • emanacja στα ελληνικά - εκπόρευση, απόρροια, απορροή, η εκπόρευση, πηγάζει
  • emancypować στα ελληνικά - απελευθερώνω, χειραφετώ, χειραφετηθεί, χειραφετηθούν, απελευθερώσεις τις, χειραφετήσει
Τυχαίες λέξεις
Emaliować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των