Garbować στα ελληνικά

Μετάφραση: garbować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαύρισμα, καφετί, βυρσοδεψώ, μαυρίζω, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, μαυρίσματος
Garbować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • garbnika στα ελληνικά - ταννίνη, τανίνη, ταννίνης, τανίνης, τανίνες
  • garbowanie στα ελληνικά - μαυρίζω, μαύρισμα, καφετί, βυρσοδεψώ, μαυρίσματος, δέψη, δεψικά, ...
  • garbus στα ελληνικά - καμπούρα, καμπούρης, καμπούρη, hunchback, Κουασιμόδου
  • garda στα ελληνικά - φρουρώ, φρουρά, φυλάω, φύλακας, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα
Τυχαίες λέξεις
Garbować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαύρισμα, καφετί, βυρσοδεψώ, μαυρίζω, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, μαυρίσματος