Μαυρίζω στα πολωνικά
Μετάφραση: μαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opalać, garbować, opalenizna, garbowanie, zwęglać, char, znak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαυρίζω
δεν μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, μαυρίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, μαυρίζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ματώνω στα πολωνικά - farbować, krwawić, przeciekać, uchodzić, blaknąć, krwawienia, odpowietrzyć, ...
- μαυλίζω στα πολωνικά - nęcić, uwodzić, rozpusta, uwieść, psuć, wypaczyć, kusić, ...
- μαυροπίνακας στα πολωνικά - tablica, blackboard, tablicy, matowy, tablic
- μαυρόχωμα στα πολωνικά - czarnoziem, próchnica, humus, próchnicy, humusu
Τυχαίες λέξεις
Μαυρίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: opalać, garbować, opalenizna, garbowanie, zwęglać, char, znak
Μεταφράσεις: opalać, garbować, opalenizna, garbowanie, zwęglać, char, znak