Gors στα ελληνικά

Μετάφραση: gors, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσάζ, στήθος, επιστήθιος, αγκαλιά, κόλπους, κόρφο
Gors στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gorliwość στα ελληνικά - ζήλος, προσήλωση, προθυμία, λαύρα, θάρρος, ζεστασιά, ευσέβεια, ...
  • gorliwy στα ελληνικά - ενδιαφερόμενος, ζεστός, πιστός, πρόθυμος, επίπονος, εργατικός, ενθουσιώδης, ...
  • gorset στα ελληνικά - κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
  • gorszyć στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Τυχαίες λέξεις
Gors στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσάζ, στήθος, επιστήθιος, αγκαλιά, κόλπους, κόρφο