Impulsywny στα ελληνικά

Μετάφραση: impulsywny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
Impulsywny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • impuls στα ελληνικά - ορμή, παλμός, ώθηση, παρόρμηση, ώθησης, ώσης, άμεσης κατανάλωσης
  • impulsywnie στα ελληνικά - παρορμητικά, αυθόρμητα, αυθόρμητα το, ασυναίσθητα
  • imputowanie στα ελληνικά - καταλόγιζε, καταλογίζοντας, καταλογίζοντάς, καταλογίζοντας την, τον καταλογισμό
  • imputować στα ελληνικά - αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Τυχαίες λέξεις
Impulsywny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό