Ορμέμφυτος στα πολωνικά

Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napędowy, prędki, raptowny, porywczy, spontaniczny, impulsywny, instynktowny, instynktowne, instynktowna, instynktowną, instynktownym
Ορμέμφυτος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος

ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ορμέμφυτος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ορκίζομαι στα πολωνικά - ślubować, kląć, ślubowanie, przysięgać, przysięganie, przyrzeczenie, wierny, ...
  • ορκισμένος στα πολωνικά - przysięgły, wierny, zaciekły, zaprzysięgły, zaprzysiężony, przysiąc, przysięgą
  • ορμή στα πολωνικά - wpływ, gnać, gwałtowność, odruch, popędzać, wpadać, popyt, ...
  • ορμητικός στα πολωνικά - popędliwy, wybuchowy, zapalczywy, żywiołowy, porywczy, gwałtowny
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: napędowy, prędki, raptowny, porywczy, spontaniczny, impulsywny, instynktowny, instynktowne, instynktowna, instynktowną, instynktownym