Kanalizować στα ελληνικά
Μετάφραση: kanalizować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανάλι, διοχετεύω, ρείθρο, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciskanie στα ελληνικά - εξακοντίζω, συμπίεση, συμπίεσης, με συμπίεση, Η συμπίεση, Compression
- ekskluzywny στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- ekspedycja στα ελληνικά - εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition
- glob στα ελληνικά - υφήλιος, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
Τυχαίες λέξεις
Kanalizować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανάλι, διοχετεύω, ρείθρο, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο
Μεταφράσεις: κανάλι, διοχετεύω, ρείθρο, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο