Konfiskować στα ελληνικά

Μετάφραση: konfiskować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Konfiskować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezbarwność στα ελληνικά - ανιαρότητα, νωθρότητα, τη νωθρότητα, θαμπάδα, τη θαμπάδα
  • dekoracja στα ελληνικά - στολισμός, δέσιμο, τοπίο, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, ...
  • garbarz στα ελληνικά - βυρσοδέψης, Tanner, βυρσοδέψη, βυρσοδεψών, Tanner ο
  • honor στα ελληνικά - πίστωση, τιμώ, τιμή, τιμήν, τιμής, την τιμή, τιμή να
Τυχαίες λέξεις
Konfiskować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν