Leźć στα ελληνικά

Μετάφραση: leźć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, κόλακας, διαταράσσω, έρπω, σέρνομαι, σκαρφαλώνω, Lezcano
Leźć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bosak στα ελληνικά - crampon, αρπάγη, υδραυλική αρπάγη
  • dzieciniec στα ελληνικά - νηπιαγωγείο, νηπιαγωγείου, παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο, νηπιαγωγεία
  • epidemicznie στα ελληνικά - επιδημίας, επιδημικά, υπό τη μορφή επιδημίας, μορφή επιδημίας, επιδημιακά
  • fanatycznie στα ελληνικά - φανατικά, φανατισμό, με φανατισμό, φανατικοί, φανατικά το
Τυχαίες λέξεις
Leźć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, κόλακας, διαταράσσω, έρπω, σέρνομαι, σκαρφαλώνω, Lezcano