Lud στα ελληνικά

Μετάφραση: lud, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωποι, έθνος, άνθρωπος, κόσμος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Lud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alegat στα ελληνικά - κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή
  • deflacyjny στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, αποπληθωριστικές, αποπληθωριστική, αποπληθωρισμού, αντιπληθωριστικές, αποπληθωριστικών
  • dyskryminować στα ελληνικά - ενοχοποιώ, διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
Τυχαίες λέξεις
Lud στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωποι, έθνος, άνθρωπος, κόσμος, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι