Άνθρωποι στα πολωνικά
Μετάφραση: άνθρωποι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naród, społeczeństwo, ktoś, populacja, zaludniać, ludzie, rodzina, lud, osoby, osób, ludzi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνθρωποι
άνθρωποι μονάχοι, άνθρωποι που ξεχωρίζουν, άνθρωποι και δελφίνια, άνθρωποι και μηχανές, άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης, άνθρωποι λεξικό γλώσσας πολωνικά, άνθρωποι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- άνθος στα πολωνικά - rozkwitać, wykwit, rozkwitnięcie, kwiecie, kwiat, zakwitać, zakwitnięcie, ...
- άνθρακας στα πολωνικά - węgiel, bunkrować, węglowy, węgla, węgla kamiennego, węglowego
- άνθρωπος στα πολωνικά - zawodnik, partner, ktoś, mąż, mocarz, osoba, postać, ...
- άνισος στα πολωνικά - niejednakowy, odmienny, nierównomierny, nierówny, różny, nierówne, nierównego, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωποι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: naród, społeczeństwo, ktoś, populacja, zaludniać, ludzie, rodzina, lud, osoby, osób, ludzi
Μεταφράσεις: naród, społeczeństwo, ktoś, populacja, zaludniać, ludzie, rodzina, lud, osoby, osób, ludzi