Miłować στα ελληνικά

Μετάφραση: miłować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαπώ, αγάπη, έρωτας, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
Miłować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bojowość στα ελληνικά - μαχητικότητα, μαχητικότητας, Η αγωνιστικότητα, Η αγωνιστικότητα της, αγωνιστικότητα της
  • czworaczki στα ελληνικά - τετράδυμα, quadruplets, τετράδυμων, τετράδες, τετραπλές
  • haniebnie στα ελληνικά - απαίσια, αισχρώς, επαίσχυντα, επαίσχυντο τρόπο, επονείδιστα, επαίσχυντο
  • helota στα ελληνικά - ειλώτας, ειλός, είλωτας, δούλος
Τυχαίες λέξεις
Miłować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαπώ, αγάπη, έρωτας, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη