Mianownikowy στα ελληνικά
Μετάφραση: mianownikowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czwartorzędowy στα ελληνικά - τεταρτοταγούς, τεταρτοταγή, τεταρτοταγές, τεταρτοταγείς, τεταρτοταγών
- elektroda στα ελληνικά - ηλεκτρόδιο, ηλεκτροδίου, ηλεκτροδίων, του ηλεκτροδίου, των ηλεκτροδίων
- gniew στα ελληνικά - θυμός, αγανάκτηση, φουντώνω, μανία, οργή, φούρκα, μνησικακία, ...
- imadło στα ελληνικά - κακία, σφίγγω, συσφίγγω, ανηθικότητα, σαγόνι, μέγγενη, αντιπρόεδρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Mianownikowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
Μεταφράσεις: ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του