Monarcha στα ελληνικά
Μετάφραση: monarcha, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμόνας, αυτεξούσιος, κυρίαρχος, μονάρχης, Monarch, μονάρχη, της Monarch, την Monarch
Μεταφράσεις
- akolita στα ελληνικά - ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
- anaglif στα ελληνικά - ανάγλυφο, ανάγλυφες, ανάγλυφη, ανάγλυφα, ανάγλυφου
- fluorowy στα ελληνικά - fluoric, φθοριούχο, φθοριούχου, φθοριούχος, για φθοριούχο
- grzecznościowy στα ελληνικά - αποπνιχτικός, κοντά, πνιγηρός, κολλητός, φιλοφρονητικός, ευγενικός, ευγενικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Monarcha στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμόνας, αυτεξούσιος, κυρίαρχος, μονάρχης, Monarch, μονάρχη, της Monarch, την Monarch
Μεταφράσεις: ηγεμόνας, αυτεξούσιος, κυρίαρχος, μονάρχης, Monarch, μονάρχη, της Monarch, την Monarch