Monopol στα ελληνικά
Μετάφραση: monopol, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akt στα ελληνικά - υποβάλλω, πίφερο, πιστοποιητικό, λιμάρω, πράξη, γάμος, πράξης, ...
- brakowanie στα ελληνικά - απόρριψη, τεμαχισμού, τεμαχισμό, τον τεμαχισμό, θρυμματισμού, τεμαχισμού καταλοίπων
- grudka στα ελληνικά - πήζω, βώλος, μπουμπούνας, βραχιόνιο, σβόλο, το βραχιόνιο, σβόλος
- jadowity στα ελληνικά - φαρμακερός, δηλητηριώδης, δηλητηριώδες, δηλητηριώδη, δηλητηριωδών, δηλητηριώδους
Τυχαίες λέξεις
Monopol στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής