Naśladować στα ελληνικά

Μετάφραση: naśladować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίτυπο, μιμούμαι, παραβγαίνω, πίθηκος, αντιγράφω, αντίγραφο, παριστάνω, μιμηθούν, μιμούνται, μιμηθεί, μιμείται, απομίμηση
Naśladować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alternatywnie στα ελληνικά - εναλλακτικά, εναλλακτικώς, επικουρικώς
  • bujak στα ελληνικά - έδρα, καρέκλα, κουνιστή, λικνίζοντας, κουνιστό, λίκνισμα, λικνίσματος
  • bulla στα ελληνικά - βούλα, ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • frazeologiczny στα ελληνικά - ιδιωματικός, ιδιωματικούς, ιδιωματικές, ιδιωματισμούς, ιδιωματικών
Τυχαίες λέξεις
Naśladować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίτυπο, μιμούμαι, παραβγαίνω, πίθηκος, αντιγράφω, αντίγραφο, παριστάνω, μιμηθούν, μιμούνται, μιμηθεί, μιμείται, απομίμηση