Nabierać στα ελληνικά
Μετάφραση: nabierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παιδί, αρμόζω, πιτσιρίκος, γίνομαι, παίρνω, επιβάλλω, κατσικάκι, να, για, σε, με, για να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alopatyczny στα ελληνικά - αλλοπαθητικός, αλλοπαθητικών, αλλοπαθητικά, αλλοπαθητική, αλλοπαθητικό
- autorstwo στα ελληνικά - συγγραφέας, συγγραφή, του συντάκτη, πατρότητας, συντάκτη του, συντάκτη του εγγράφου
- dotykanie στα ελληνικά - δάκτυλο, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, επαφή, άγγιγμα
- dragoman στα ελληνικά - διερμηνέας, δραγουμάνος, δραγομάνου, δραγομάνος, δραγουμάνο
Τυχαίες λέξεις
Nabierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παιδί, αρμόζω, πιτσιρίκος, γίνομαι, παίρνω, επιβάλλω, κατσικάκι, να, για, σε, με, για να
Μεταφράσεις: παιδί, αρμόζω, πιτσιρίκος, γίνομαι, παίρνω, επιβάλλω, κατσικάκι, να, για, σε, με, για να