Γίνομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zostać, stać, zostawać, ogłuchnąć, nabierać, robić, stawać, wypadać, stać się, stają się, stają
Γίνομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γίνομαι

γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, γίνομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • γίγαντας στα πολωνικά - wielkolud, olbrzym, gigant, kolos, gigantyczny, olbrzymi, giant
  • γίδα στα πολωνικά - kozica, kozioł, koza, kóz, goat, kozy
  • γαζέλα στα πολωνικά - gazela, Gazelle, gazeli, gazelę
  • γαλάζιος στα πολωνικά - turkus, błękitny, lazur, błękit, lazurowy, niebieski, niebieskie, ...
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zostać, stać, zostawać, ogłuchnąć, nabierać, robić, stawać, wypadać, stać się, stają się, stają