Nakrywka στα ελληνικά
Μετάφραση: nakrywka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτεροκοπώ, θήκη, τραγιάσκα, καλύπτω, σκούφος, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, της ΚΓΠ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biegle στα ελληνικά - άπταιστα, ευχέρεια, με ευχέρεια, ευφράδεια, με ευφράδεια
- chemicznie στα ελληνικά - χημικά, χημικώς, χημική, χημικής, χημικό
- czerwonkowy στα ελληνικά - δυσεντερικών, δυσεντερικά, δυσεντερικό, τα δυσεντερικά, των δυσεντερικών
- hałasować στα ελληνικά - κουδουνίζω, πάταγος, φωνάζω, νιαουρίζω, σαματάς, τραντάζω, κουρέλι, ...
Τυχαίες λέξεις
Nakrywka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, θήκη, τραγιάσκα, καλύπτω, σκούφος, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, της ΚΓΠ
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, θήκη, τραγιάσκα, καλύπτω, σκούφος, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, της ΚΓΠ