Napomykać στα ελληνικά
Μετάφραση: napomykać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσεται, εννοεί, κάνει νύξη, υπαινίσσεται και
Μεταφράσεις
- alfabetyczny στα ελληνικά - αλφαβητικός, κατά αλφαβητική σειρά, αλφαβητικά, αλφαβητική
- bierność στα ελληνικά - παθητικότητα, παθητικότητας, την παθητικότητα, αδράνεια, παθητική στάση
- dopłacać στα ελληνικά - πληρώσουν επιπλέον, πληρώσει επιπλέον, να πληρώσει επιπλέον, πληρώσετε επιπλέον, πληρώνουν επιπλέον
- inkwizycja στα ελληνικά - ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, δαπάνη εξέτασης αιτήματος
Τυχαίες λέξεις
Napomykać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσεται, εννοεί, κάνει νύξη, υπαινίσσεται και
Μεταφράσεις: υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσεται, εννοεί, κάνει νύξη, υπαινίσσεται και