Oświadczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: oświadczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δηλώνω, κράτος, κρατίδιο, προτείνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
Μεταφράσεις
- ablacyjny στα ελληνικά - αφαιρετική, αφαιρετική πτώση, αφαιρετικά, θερμοαπαγωγά, αφαιρετικές
- bój στα ελληνικά - φοβάμαι, καταπολεμώ, μάχομαι, φόβος, αγώνας, μάχη, πάλη, ...
- etologia στα ελληνικά - ηθολογία, ηθολογίας, η ηθολογία, της ηθολογίας, την ηθολογία
- husaria στα ελληνικά - ουσάροι, hussars, ουσάρων, $ οι ουσάροι, οι ουσάροι
Τυχαίες λέξεις
Oświadczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δηλώνω, κράτος, κρατίδιο, προτείνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει
Μεταφράσεις: δηλώνω, κράτος, κρατίδιο, προτείνω, δηλώνουν, δηλώσει, κηρύξει, να αναγνωρίσει