Odfiltrować στα ελληνικά

Μετάφραση: odfiltrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρο, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
Odfiltrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dekrement στα ελληνικά - μείωση, Μείωσης, βηματικής μείωσης, ελάττωσης, ελαττώσεως
  • eklezjologia στα ελληνικά - εκκλησιολογία, Εκκλησιολογίας, η Εκκλησιολογία, την Εκκλησιολογία, εκκλησιολογίαν
  • flejtuchowaty στα ελληνικά - βρωμερός, sluttish
  • gleba στα ελληνικά - μαγαρίζω, μούχλα, έδαφος, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
Τυχαίες λέξεις
Odfiltrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρο, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού