Odizolować στα ελληνικά
Μετάφραση: odizolować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκολλώ, απομονώνω, διαχωρίζω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Μεταφράσεις
- antykoncepcyjny στα ελληνικά - αντισυλληπτικός, αντισυλληπτικό, αντισύλληψης, αντισυλληπτικά, αντισυλληπτική
- brona στα ελληνικά - σβάρνα, Harrow, σβάρνας, επιπεδωτήρα, επιπεδωτήρας
- cudowny στα ελληνικά - ωραίος, έξοχος, θαυμαστός, φανταστικός, τεράστιος, θαυμάσιος, εκπληκτικός, ...
- dobranoc στα ελληνικά - καληνύχτα, καλό βραδινό, καλή νύχτα, καλό νυχτερινό, καλής νύχτας
Τυχαίες λέξεις
Odizolować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκολλώ, απομονώνω, διαχωρίζω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Μεταφράσεις: αποκολλώ, απομονώνω, διαχωρίζω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει