Odsączyć στα ελληνικά
Μετάφραση: odsączyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρο, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bilateralny στα ελληνικά - διμερής, διμερείς, διμερών, διμερή, διμερούς
- fular στα ελληνικά - μαντήλι, κασκόλ, είδος μεταξωτού υφάσματος, foulard, φουλάρ, φουλάρι, φουλαριού
- graniasty στα ελληνικά - γωνιώδης, γωνιακή, γωνιακής, γωνιακό, γωνιακές
- hydratacja στα ελληνικά - ενυδάτωση, ενυδάτωσης, την ενυδάτωση, ενυδατώσεως, της ενυδάτωσης
Τυχαίες λέξεις
Odsączyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρο, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρο, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε