Odzwyczaić στα ελληνικά
Μετάφραση: odzwyczaić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, disaccustom
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brązowienie στα ελληνικά - αμαύρωση, αμαύρωσης, ρόδισμα, ροδίσματος, την αμαύρωση
- charytatywność στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, φιλανθρωπική οργάνωση
- cynia στα ελληνικά - ζίννια, zinnia, ζίννιας
- czuwający στα ελληνικά - προσεκτικός, άγρυπνος, wakeful, εγρήγορση, που ξυπνάει
Τυχαίες λέξεις
Odzwyczaić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, disaccustom
Μεταφράσεις: σπάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, disaccustom