Opanować στα ελληνικά
Μετάφραση: opanować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απασχολώ, απορροφώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Μεταφράσεις
- adaptowalność στα ελληνικά - ικανότητα προσαρμογής, προσαρμοστικότητα, προσαρμοστικότητας, της προσαρμοστικότητας, προσαρμογής
- apopleksja στα ελληνικά - χτύπημα, εγκεφαλικό, χαϊδεύω, αποπληξία, αποπληξίας, της αποπληξίας, apoplexy, ...
- dawność στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
- ekspansywny στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
Τυχαίες λέξεις
Opanować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απασχολώ, απορροφώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο
Μεταφράσεις: απασχολώ, απορροφώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, δάσκαλος, κύριος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, κύριο