Opatrywać στα ελληνικά

Μετάφραση: opatrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνομαι, ντύνω, δεσμεύω, φτιάχνω, φόρεμα, δένω, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Opatrywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akryl στα ελληνικά - ακρυλικό, ακρυλικού, ακρυλικά, ακρυλική, ακρυλικές
  • alarmista στα ελληνικά - σπερμοφόρος, κινδυνολογία, κινδυνολογίες, κινδυνολογικές, κινδυνολόγος
  • filmowiec στα ελληνικά - κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης, σκηνοθέτη, κινηματογραφιστή, κινηματογραφίστρια
  • forma στα ελληνικά - μορφή, μούχλα, σχήμα, δελτίο, μορφώνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Opatrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνομαι, ντύνω, δεσμεύω, φτιάχνω, φόρεμα, δένω, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress