Oszołamiać στα ελληνικά
Μετάφραση: oszołamiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαλίζω, συντρίβω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciśnięcie στα ελληνικά - πίεση, Τύπου, Τύπο, πατήστε, πιέστε, πατήστε το
- cygaro στα ελληνικά - πούρο, πούρων, πούρου, πούρα, το πούρο
- dziewczyna στα ελληνικά - κορίτσι, εφηβικός, έφηβος, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
- hipiczny στα ελληνικά - ιππικός, ιππική, ιππικό, ιππικές, ιππικά
Τυχαίες λέξεις
Oszołamiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαλίζω, συντρίβω
Μεταφράσεις: ζαλίζω, συντρίβω