Pływanie στα ελληνικά
Μετάφραση: pływanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουσουλάω, κολυμπώ, κολύμπι, σύρσιμο, σύρομαι, κολύμβηση, πισίνα, μπάνιο, κολύμβησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- częstokół στα ελληνικά - φράχτης, φράκτης εκ πασσάλων, οχύρωμα εκ πασσάλων, λοφοσειράς, πασσαλώδες, Το τείχος με πασσάλους
- dyrygować στα ελληνικά - συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο, λουρί, ηγούμαι, διεξάγω, μόλυβδος, ...
- ekwiwokacja στα ελληνικά - αμφιλογία, υπεκφυγές, αοριστολογία, δισταγμούς ·, επιδεχόμενο αμφισημία
- geofon στα ελληνικά - γεωφώνου, γεώφωνο, geophone, γεωφόνου, γεωφώνων
Τυχαίες λέξεις
Pływanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουσουλάω, κολυμπώ, κολύμπι, σύρσιμο, σύρομαι, κολύμβηση, πισίνα, μπάνιο, κολύμβησης
Μεταφράσεις: μπουσουλάω, κολυμπώ, κολύμπι, σύρσιμο, σύρομαι, κολύμβηση, πισίνα, μπάνιο, κολύμβησης