Personifikować στα ελληνικά

Μετάφραση: personifikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παριστάνω, προσωποποιώ, υποδύομαι, υποδυθείτε, πλαστοπροσωπία, υποδύεστε, να υποδυθείτε
Personifikować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amelia στα ελληνικά - Αμαλία, Amelia, Αμέλια, η Αμέλια, του Αμέλια
  • awanturować στα ελληνικά - θρασύδειλος, νταής, συμπλέκομαι, λογομαχία, καυγάς, από λογομαχία, λογομαχώ, ...
  • brukowiec στα ελληνικά - κουρέλι, πλακόστρωτα, λιθόστρωτους, καλντερίμια, λιθόστρωτο, δρομάκια
  • dreptanie στα ελληνικά - τρικλοποδιά, γλιστρήσουν, ενεργοποίησης, να γλιστρήσουν, απόζευξης
Τυχαίες λέξεις
Personifikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παριστάνω, προσωποποιώ, υποδύομαι, υποδυθείτε, πλαστοπροσωπία, υποδύεστε, να υποδυθείτε