Pewność στα ελληνικά

Μετάφραση: pewność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίκρισμα, αξιοπιστία, σταθερότητα, σιγουριά, εμπιστοσύνη, εγγύηση, βεβαιότητα, διαβεβαίωση, ασφάλεια, αυτοπεποίθηση, εχεμύθεια, δικαίου, του δικαίου, ασφάλειας
Pewność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dociskać στα ελληνικά - μελαγχολώ, σφίγγω, συσφίγγω, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ...
  • ekskrecja στα ελληνικά - εξαγωγή, καταγωγή, απέκκριση, έκκριση, απέκκρισης, έκκρισης, αποβολή
  • etat στα ελληνικά - κενό, ώρα, χρόνος, φορά, καιρός, ώρα των, την Ώρα των
  • fala στα ελληνικά - μπικουτί, ξεχύνομαι, κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
Τυχαίες λέξεις
Pewność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίκρισμα, αξιοπιστία, σταθερότητα, σιγουριά, εμπιστοσύνη, εγγύηση, βεβαιότητα, διαβεβαίωση, ασφάλεια, αυτοπεποίθηση, εχεμύθεια, δικαίου, του δικαίου, ασφάλειας