Βεβαιότητα στα πολωνικά
Μετάφραση: βεβαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pewnik, pewność, pewności
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβαιότητα
βεβαιότητα συνώνυμα, βεβαιότητα ορισμος, βεβαιότητα μετάφραση, βεβαιότητα λεξικό, βεβαιότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, βεβαιότητα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- βδελυρός στα πολωνικά - pokraczny, szkaradny, ohydny, straszny, wstrętny, odrażający, obrzydliwy, ...
- βεβαίως στα πολωνικά - pewnie, niechybnie, oczywiście, niewątpliwie, na pewno, pewno, z pewnością, ...
- βεβαιώνομαι στα πολωνικά - zabezpieczać, upewnić, zagwarantować, sprawdzić, gwarantować, zapewnić, zapewniać, ...
- βεβαιώνω στα πολωνικά - zapewniać, upewniać, twierdzić, potwierdzać, zabezpieczyć, gwarantować, utrzymywać, ...
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pewnik, pewność, pewności
Μεταφράσεις: pewnik, pewność, pewności