Pożytek στα ελληνικά

Μετάφραση: pożytek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμεύω, ωφέλεια, όφελος, πλεονέκτημα, προτέρημα, ωφελώ, επίδομα, επωφελούμαι, οφέλους, παροχών, παροχή
Pożytek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwarunkowo στα ελληνικά - απολύτως, τελείως, σιωπηρά, εμμέσως, έμμεσα, σιωπηρώς, σιωπηρή
  • dzieci στα ελληνικά - παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, τέκνα
  • fordanser στα ελληνικά - ζιγκολό, Gigolo, Το Gigolo, Gigolo Το, συντηρούμενος από γυναίκα
  • homozygota στα ελληνικά - ομόζυγο, ομόζυγη, ομόζυγα, ομόζυγοι, ομόζυγων
Τυχαίες λέξεις
Pożytek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμεύω, ωφέλεια, όφελος, πλεονέκτημα, προτέρημα, ωφελώ, επίδομα, επωφελούμαι, οφέλους, παροχών, παροχή