Podsumowywać στα ελληνικά
Μετάφραση: podsumowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαινίσσομαι, πράξη, σύνολο, χώνομαι, συνοψίζουν, Συνοψίζοντας, συνοψίσει, συνοψίσουμε, συνοψίζει
Μεταφράσεις
- ciemiężyć στα ελληνικά - καταπιέζω, καταπιέζουν, καταπιέζει, καταπιέσει, καταδυναστεύουν
- deponować στα ελληνικά - σφηνώνω, επαναθέτω, προσχώνω, καταλύω, ίζημα, κατάθεση, κατάθεσης, ...
- dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- graty στα ελληνικά - ξυλεία, ξυλείας, Ξύλο, Lumber, την ξυλεία
Τυχαίες λέξεις
Podsumowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαινίσσομαι, πράξη, σύνολο, χώνομαι, συνοψίζουν, Συνοψίζοντας, συνοψίσει, συνοψίσουμε, συνοψίζει
Μεταφράσεις: υπαινίσσομαι, πράξη, σύνολο, χώνομαι, συνοψίζουν, Συνοψίζοντας, συνοψίσει, συνοψίσουμε, συνοψίζει