Pogarszać στα ελληνικά
Μετάφραση: pogarszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειροτερεύω, οξύνω, επιδεινώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Μεταφράσεις
- doniczkowy στα ελληνικά - γλάστρες, γλάστρες με, εντός χυτής θήκης, ευρίσκονται εντός χυτής θήκης, σε γλάστρες
- eksploatacja στα ελληνικά - λειτουργία, εγχείρηση, επιχείρηση, εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, αξιοποίηση, την εκμετάλλευση, ...
- fuszerowanie στα ελληνικά - bungling
- homogeniczność στα ελληνικά - ομοιογένεια, ομοιογένειας, την ομοιογένεια, η ομοιογένεια, ομοιογενείας
Τυχαίες λέξεις
Pogarszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειροτερεύω, οξύνω, επιδεινώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει
Μεταφράσεις: χειροτερεύω, οξύνω, επιδεινώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, επιδεινώσουν, να επιδεινώσει