Pokosztować στα ελληνικά
Μετάφραση: pokosztować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεύομαι, γούστο, γεύση, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- audyt στα ελληνικά - ελέγχω, έλεγχος, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών, του ελέγχου
- fiołkowy στα ελληνικά - μενεξές, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
- flirciarka στα ελληνικά - κοκέτα, Κερδίστε Δωρεάν σήμερα κοσμήματα, σουσουράδα, Coquette, κοκετών
- instruktor στα ελληνικά - δάσκαλος, προπονητής, εκπαιδευτής, εκπαιδευτή, εκπαιδευτικός, διδάσκοντος
Τυχαίες λέξεις
Pokosztować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεύομαι, γούστο, γεύση, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Μεταφράσεις: γεύομαι, γούστο, γεύση, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση