Popełniać στα ελληνικά
Μετάφραση: popełniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, διαπράττω, δεσμεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- balsamiczny στα ελληνικά - βαλσαμικός, βαλσαμική, βαλσάμικο, βαλσαμικό, μπαλσάμικο
- dopisać στα ελληνικά - εφάπτομαι, συνορεύω, προσθέτω, γειτονεύω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, ...
- garaż στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, του γκαράζ
- hermetyczny στα ελληνικά - αεροδρόμιο, ερμητικός, ερμητική, ερμητικό, ερμητικού, συμφυή ερμητικά κλειστά
Τυχαίες λέξεις
Popełniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, διαπράττω, δεσμεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις: κάνω, διαπράττω, δεσμεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται