Powielać στα ελληνικά

Μετάφραση: powielać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, πολλαπλός, διπλότυπο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
Powielać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eksplodować στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
  • graca στα ελληνικά - σκαλίζω, σκαπάνη, αξίνα, αξίνη, τσάπα, σκαλιστήρι
  • grząski στα ελληνικά - λασπωμένος, λασπώδης, μουλιασμένο, λασπωμένου χιονιού, ολισθηρές επιφάνειες εντός
  • impas στα ελληνικά - απραξία, σαστίζω, αδιέξοδο, το αδιέξοδο, αδιεξόδου, αδιέξοδα, αδιέξοδο που
Τυχαίες λέξεις
Powielać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιγράφω, αντίτυπο, αντίγραφο, πολλαπλός, διπλότυπο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει