Przerywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przerywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στίζω, ανακόπτω, θλάση, αναστολή, αποβάλλω, παύση, σταματώ, διασκεδάζω, τέμνω, διακόπτω, καταστρέφω, διάλειμμα, αναστέλλω, παύω, θραύση, σπάζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Przerywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • androgeniczny στα ελληνικά - ανδρογόνο, ανδρογόνα, ανδρογόνες, ανδρογονική, αρρενογόνο
  • dryfter στα ελληνικά - άσκοπα περιφερόμενος, Drifter, ανεμότρατα, άσκοπα, εξορυκτών
  • granula στα ελληνικά - κόκκος, κόκκου, κόκκων, κοκκίων, κοκκία
  • górność στα ελληνικά - πάθος, πάθους, το πάθος, πάθη, του πάθους
Τυχαίες λέξεις
Przerywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στίζω, ανακόπτω, θλάση, αναστολή, αποβάλλω, παύση, σταματώ, διασκεδάζω, τέμνω, διακόπτω, καταστρέφω, διάλειμμα, αναστέλλω, παύω, θραύση, σπάζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε