Przeważać στα ελληνικά
Μετάφραση: przeważać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, δεσπόζω, υπέρβαρος, υπέρβαροι, υπέρβαρα, υπερβολικό βάρος, το υπερβολικό βάρος
Μεταφράσεις
- chłopstwo στα ελληνικά - χωρικοί, αγροτιά, αγροτιάς, αγροτών, της αγροτιάς
- cukrzyć στα ελληνικά - ζάχαρη, διαβήτης, Diabetes, Ο διαβήτης, Διαβήτη, τον διαβήτη
- cyna στα ελληνικά - κονσέρβα, κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
- graba στα ελληνικά - γάντι, τζάκι, το τζάκι, τζακιού, εστία
Τυχαίες λέξεις
Przeważać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, δεσπόζω, υπέρβαρος, υπέρβαροι, υπέρβαρα, υπερβολικό βάρος, το υπερβολικό βάρος
Μεταφράσεις: υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, δεσπόζω, υπέρβαρος, υπέρβαροι, υπέρβαρα, υπερβολικό βάρος, το υπερβολικό βάρος