Przewyższać στα ελληνικά
Μετάφραση: przewyższać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπρέπω, υπερακοντίζω, επικρατώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, κορυφή, περνώ, υπερισχύω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cerebracja στα ελληνικά - διανόηση, τελετουργική
- dyptych στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
- fenyl στα ελληνικά - φαινυλ, φαινυλο, φαινύλιο, φαινύλ, φαινυλίου
- grodzić στα ελληνικά - ξανθός, εσωκλείω, χλωμός, περικλείω, φράχτης, καθαριστικά οικιακής χρήσης, Οικιακές ηλεκτρικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Przewyższać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπρέπω, υπερακοντίζω, επικρατώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, κορυφή, περνώ, υπερισχύω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Μεταφράσεις: διαπρέπω, υπερακοντίζω, επικρατώ, υπερβαίνω, ξεπερνώ, κορυφή, περνώ, υπερισχύω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το