Przeznaczać στα ελληνικά

Μετάφραση: przeznaczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεκτρέπω, διορίζω, σχεδιασμός, οικειοποιούμαι, αφιερώνω, αναθέτω, αποδίδω, σφετερίζομαι, σκοπεύω, προορίζω, πρόγραμμα, προγραμματίζω, κατάλληλος, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Przeznaczać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bogobojność στα ελληνικά - ευσέβεια, ευσέβειας, την ευσέβεια, godliness, ευσεβείας
  • choreograficznie στα ελληνικά - χορογραφία, χορογραφήσει, σε χορογραφία, χορογράφησε, χορογραφίες
  • darnina στα ελληνικά - χλόη, χλοοτάπητα, τύρφη, χλόης, χλοοτάπητας
  • intruz στα ελληνικά - παραβάτης, εισβολέας, καταπατητής, παρείσακτος, εισβολέα, εισβολή, παρείσακτο
Τυχαίες λέξεις
Przeznaczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεκτρέπω, διορίζω, σχεδιασμός, οικειοποιούμαι, αφιερώνω, αναθέτω, αποδίδω, σφετερίζομαι, σκοπεύω, προορίζω, πρόγραμμα, προγραμματίζω, κατάλληλος, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν