Przykrócenie στα ελληνικά
Μετάφραση: przykrócenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, κονταίνω, κατάπνιξη, καταστολή, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ażio στα ελληνικά - ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως
- dyfrakcyjny στα ελληνικά - περιθλαστικοί, περιθλαστικές, περιθλαστικής, περιθλαστικός, περιθλαστική
- frontalny στα ελληνικά - μετωπικός, μετωπικής, μετωπική, μετωπιαίο, μετωπικό
- gwałcenie στα ελληνικά - βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Τυχαίες λέξεις
Przykrócenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, κατάπνιξη, καταστολή, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, κατάπνιξη, καταστολή, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή