Przytwierdzać στα ελληνικά

Μετάφραση: przytwierdzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψαλιδίζω, κουρεύω, συνδετήρας, πρόσφυμα, συνδέω, πόρπη, προσθέτω, επισυνάπτω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Przytwierdzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktywizować στα ελληνικά - ξεσηκώνω, διεγείρω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις
  • antyseptyk στα ελληνικά - αντισηπτικό, αντισηπτικές, αντισηπτική, αντισηπτικά, αντισηπτικού
  • bonifikata στα ελληνικά - σκόντο, έκπτωση, επιχορήγηση, μείωση, αναγωγή, επίδομα, περιστολή, ...
  • grodzić στα ελληνικά - ξανθός, εσωκλείω, χλωμός, περικλείω, φράχτης, καθαριστικά οικιακής χρήσης, Οικιακές ηλεκτρικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Przytwierdzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, κουρεύω, συνδετήρας, πρόσφυμα, συνδέω, πόρπη, προσθέτω, επισυνάπτω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει