Psuć στα ελληνικά
Μετάφραση: psuć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθορά, χειροτερεύω, επιδεινώνω, παραχαϊδεύω, διαφθείρω, αλλοιώνω, ιερόδουλη, ξεμαυλίζω, φθείρω, μαυλίζω, παρακμάζω, κουτσουρεύω, χαλώ, παρακμή, κακομαθαίνω, βλάπτω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyinflacyjny στα ελληνικά - αντιπληθωριστική, αντιπληθωριστικής, την αντιπληθωριστική, αντιπληθωριστικό, αντι- πληθωριστική
- biznesmen στα ελληνικά - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- ekstraktor στα ελληνικά - προσωπείο, μάσκα, απαγωγέας, απορροφητήρα, απορροφητήρας, εξολκέα, εκχυλιστή
- gamma-aktywny στα ελληνικά - γαμμα-, γάμμα, γάμα
Τυχαίες λέξεις
Psuć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθορά, χειροτερεύω, επιδεινώνω, παραχαϊδεύω, διαφθείρω, αλλοιώνω, ιερόδουλη, ξεμαυλίζω, φθείρω, μαυλίζω, παρακμάζω, κουτσουρεύω, χαλώ, παρακμή, κακομαθαίνω, βλάπτω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν
Μεταφράσεις: φθορά, χειροτερεύω, επιδεινώνω, παραχαϊδεύω, διαφθείρω, αλλοιώνω, ιερόδουλη, ξεμαυλίζω, φθείρω, μαυλίζω, παρακμάζω, κουτσουρεύω, χαλώ, παρακμή, κακομαθαίνω, βλάπτω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν