Ιερόδουλη στα πολωνικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prostytutka, psuć, prostytuować się
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας πολωνικά, ιερόδουλη στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα πολωνικά - inkwizytor, inquisitor, Inkwizytora, inkwizytorem, Inkwizytorka
- ιεροκήρυκας στα πολωνικά - kaznodzieja, głosiciel, kaznodzieją, kaznodziei, głosicielem
- ιερός στα πολωνικά - święty, religijny, poświęcony, sakralny, świątobliwy, święte, święta, ...
- ιερότητα στα πολωνικά - świętość, nienaruszalność, świętości, świętością, sacredness, sakralności
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: prostytutka, psuć, prostytuować się
Μεταφράσεις: prostytutka, psuć, prostytuować się