Remontować στα ελληνικά

Μετάφραση: remontować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαινίζω, αναμόρφωση, επισκευή, αναθεώρηση, γενική επισκευή, επανεξέταση
Remontować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambiwalencja στα ελληνικά - αμφιθυμία, αμφισημία, αμφιθυμίας, την αμφιθυμία, αμφισημίας
  • anapest στα ελληνικά - anapaest
  • czcigodny στα ελληνικά - άξιος, αύγουστος., πανοσιολογιότατος, σεβάσμιος, σεβάσμια, σεβάσμιο, σεβάσμιου, ...
  • edycja στα ελληνικά - διαρρύθμιση, τεύχος, έκδοση, έκδοσης, γλώσσα, edition
Τυχαίες λέξεις
Remontować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, αναμόρφωση, επισκευή, αναθεώρηση, γενική επισκευή, επανεξέταση