Rozpatrywać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozpatrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταχειρίζομαι, κερνώ, εξετάζω, θεραπεύω, θεωρώ, προβλέπω, φαντάζομαι, κέρασμα, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antypoda στα ελληνικά - αντιπόδας, αντίποδο, αντίποδου, αντίποδος, αντίποδά
- dewaluować στα ελληνικά - ελαττώνω την αξία, υποτιμήσουν, αναιρέσουν, να αναιρέσουν, αναιρεί
- diament στα ελληνικά - άκαμπτος, αμετάπειστος, διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
- dumny στα ελληνικά - περήφανος, ψηλός, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
Τυχαίες λέξεις
Rozpatrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταχειρίζομαι, κερνώ, εξετάζω, θεραπεύω, θεωρώ, προβλέπω, φαντάζομαι, κέρασμα, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Μεταφράσεις: μεταχειρίζομαι, κερνώ, εξετάζω, θεραπεύω, θεωρώ, προβλέπω, φαντάζομαι, κέρασμα, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει