Rozpatrywanie στα ελληνικά
Μετάφραση: rozpatrywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεργασία, διερεύνηση, εξέταση, έρευνα, θεώρηση, μελέτη, υπόψη, προσοχή
Μεταφράσεις
- anachroniczny στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
- ekshibicjonizm στα ελληνικά - τάση προς επίδειξη ή αποκάλυψη, Επιδειξιομανία, επιδειξιμανία, επιδειξιομανίας, την επιδειξιομανία
- gradient στα ελληνικά - παραδρομή, πέφτω, κλίση, βαθμίδα, βαθμίδωση, διαβάθμιση, κλίσης
Τυχαίες λέξεις
Rozpatrywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεργασία, διερεύνηση, εξέταση, έρευνα, θεώρηση, μελέτη, υπόψη, προσοχή
Μεταφράσεις: διεργασία, διερεύνηση, εξέταση, έρευνα, θεώρηση, μελέτη, υπόψη, προσοχή